- φραστῆρες
- φραστήρtellermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φραστήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι 2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» οδηγός β) «φραστῆρες ὀδόντες» τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek